- σκορπιόθεν
- σκορπιό-θεν (parox.), Adv.A by a scorpion,
σ. βεβολημένος Orph.L. 761
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σ. βεβολημένος Orph.L. 761
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σκορπιόθεν — Α επίρρ. από σκορπιό. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκορπιός + επιρρμ. κατάλ. θεν*] … Dictionary of Greek